κατωνάκη

κατωνάκη
κατωνάκη, ἡ (Α)
φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατωνάκη — coarse frock with a border of sheepskin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωνάκῃ — κατωνάκη coarse frock with a border of sheepskin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωνάκην — κατωνάκη coarse frock with a border of sheepskin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωνάκης — κατωνάκη coarse frock with a border of sheepskin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωνακοφόρος — ον (Α) (ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, πυρ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κατωνάκας — κατωνάκᾱς , κατωνάκη coarse frock with a border of sheepskin fem acc pl κατωνάκᾱς , κατωνάκη coarse frock with a border of sheepskin fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”